2.28.2013

Σάμος: Γ. Σταθάκης: "Αποτυχία η αναπτυξιακή ατζέντα του Μνημονίου" - ΕΡΤ

Σάμος: Γ. Σταθάκης: "Αποτυχία η αναπτυξιακή ατζέντα του Μνημονίου" - ΕΡΤ

Στο επίκεντρο της  οικονομικής  πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ  αναφέρθηκε ο βουλευτής   Γιώργος Σταθάκης  κατά την διάρκεια της ομιλίας  που πραγματοποιήθηκε την  Τετάρτη στη Σάμο    με θέμα   την οικονομική κρίση και τους τρόπους διεξόδου από αυτή.Προτεραιότητα του ΣΥΡΙΖΑ είναι να δημιουργηθεί μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση  που θα δημιουργήσει ένα δίχτυ προστασίας  κατά της φτώχιας  είπε χαρακτηριστικά  και διευκρίνισε ότι θα επαναφέρει   ο  ΣΥΡΙΖΑ τον κατώτατο μισθό  στα προ κρίσης επίπεδα  ενώ θα  υπάρξουν πολιτικές απασχόλησης  βραχυχρόνιου διαστήματος  σε μια προσπάθεια στήριξης  με θεσμούς και μηχανισμούς προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα ακραία φαινόμενα  φτώχιας.  

Για  το χαράτσι της ΔΕΗ δήλωσε ότι  θα ενσωματωθεί σε ένα ενιαίο φόρο που θα επιβάλλεται σε όσους διαθέτουν μεγάλη ακίνητη περιουσία. Επίσης αναφέρθηκε  στην δημιουργία μιας αναπτυξιακής ατζέντας  η  οποία θα κινητοποιήσει εγχώριους  επενδυτικούς  πόρους  και πόρους από το εξωτερικό  προκειμένου  μέσα από την κεντρική ιδέα  της   παραγωγικής ανασυγκρότησης  της κεντρικής οικονομίας  να διαμορφωθεί  το πλαίσιο  για την έξοδο  από την οικονομία , από την ύφεση, τη στασιμότητα  και τη κατάρρευση.


  • Σύνταξη: Χάρης Ζαβουδάκης

2.27.2013

Η ανατροπή στην Ελλάδα μπορεί να έρθει από μια Αριστερά, δυναμική σε Παγκόσμια κλίμακα


     H μερική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ τον Μάη και τον Ιούνη του 2012, αλλά και η πραγματική πίεση για «άμεσες και πρακτικές αριστερές λύσεις» στο κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα της Χώρας «έβαλε» ίσως «στον πάγο» την αναζήτηση μιας αριστερής ταυτότητας που θα υπερβαίνει το μέτωπο αντίστασης στον νεοφιλελευθερισμό και στον φασίζοντα νεοσυντηρητισμό που επελαύνουν και θα μπορέσει να σταθεί ως «νέα μεγάλη διήγηση»: Ένα αδρό κοινωνικό και πολιτισμικό μοντέλο, που να μπορεί να ειδωθεί ως διάδοχο της συνολικής παγκόσμιας κρίσης του νεοκαπιταλισμού και ταυτόχρονα άξιο να παρακινήσει μεγάλες ομάδες ανθρώπων να του δώσουν υπόσταση, να αγωνιστούν με συνέπεια και σθεναρότητα για την πραγμάτωσή του.
    Δυστυχώς ή ευτυχώς η Ιστορία προχωρά με άλματα και η ανάγκη και ένα «τεθωρακισμένο όχημα μάχης»  των κοινωνικών ομάδων που η Αριστερά εκπροσωπεί λειτούργησε: Ο ΣΥΡΙΖΑ συσπείρωσε με επιτυχία πολλές δυνάμεις από μεταρρυθμιστικές έως επαναστατικές, αλλά που η ίδια η πραγματικότητα τις έκανε να έχουν κοινό φόβο, αλλά και θυμό απέναντι στην χυδαία αγοραία αντίληψη των κοινωνικών πραγμάτων.
Το μέγεθος της σύγκρουσης στην μικρή Ελλάδα μας, που έχει γίνει το υπ’ αριθμόν ένα «χαράκωμα» της μάχης ανάμεσα στις δυνάμεις του Κεφαλαίου και στις δυνάμεις της Εργασίας επιβάλει να έχουμε βαθειά ενότητα, όχι επιφανειακή, Η ενότητα αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί  με την συγκόλληση, αλλά με την ειλικρινή και γενναία κριτική αποτίμηση όλων των αριστερών παραδόσεων. Την αντιπαραβολή τους με τις σημερινές ανάγκες των καταπιεσμένων στον τόπο μας και σε όλο τον κόσμο και μέσα από αυτή την διαδικασία την δημιουργία ενός νέου ανατρεπτικού πολιτικού Λόγου. Μάλιστα δε, όχι ως ένα ακόμα «ακαδημαϊκό» εργαλείο, αλλά ένα νέο πολιτικό «ευαγγέλιο», άξιο μέχρι και να απομνημονευτεί, να γραφτεί στους τοίχους ακόμα και να τραγουδηθεί. Ένα νέο Μανιφέστο πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής αναδημιουργίας με παγκόσμια εμβέλεια. Μία μίνιμουμ συμφωνία σε ένα κείμενο που θα λέει απλά πράγματα, αλλά μεγάλα σε μια σειρά. Ένα σκιαγράφημα της κοινωνίας που θέλουμε .
   
 Έχουν κλείσει τον κύκλο της ζωής τους όλα τα «αριστερά» παραδείγματα:
Σοσιαλιστικό- Σοσιαλδημοκρατικό, Κομμουνιστικό- Επαναστατικό, Νέα Αριστερά.
Αλλά ας ξεκινήσουμε από την Σοσιαλδημοκρατία. Οι σοσιαλδημοκράτες θεωρούσαν ότι μέσα από τους αστικο-δημοκρατικούς θεσμούς (π.χ. εκλογές, βουλή, κυβέρνηση) θα κατορθώσουν βαθμιαία ν’ αλλάξουν την κοινωνία. Η αλήθεια είναι ότι στον Δυτικό κόσμο μεταπολεμικά ο δρόμος αυτός είχε κάποιες επιτυχίες: Επέβαλαν στο Κεφάλαιο τον σεβασμό των εργασιακών σχέσεων. Μέσω της συστηματικής φορολογίας του μεγάλου Κεφαλαίου, από το προϊόν της οποίας χρηματοδοτούσαν κοινωνικές πολιτικές, έφεραν μια μερική «εξισορρόπηση» στην κοινωνία και γενικότερα δημιούργησαν με διάφορες παραλλαγές το σύστημα της «μικτής οικονομίας», όπου το Κράτος είχε την πρωτοκαθεδρία σε ορισμένους τομείς (υποδομές, κοινωνικές υπηρεσίες) και οι ιδιώτες σε άλλους (π.χ. εμπόριο).
Τα τελευταία 25 όμως χρόνια άλλαξαν πλεύση. Αποδέχτηκαν γρήγορα τις αλλαγές στο Παγκόσμιο εμπόριο και τις χρηματαγορές που ξεκίνησε ο αγγλοαμερικανικός άξονας Θάτσερ- Ρήγκαν, αν και ήταν σίγουρο ότι- αργά ή γρήγορα- θα αποσταθεροποιούσαν όλο το πλέγμα εθνικών, αλλά και διακρατικών πολιτικών (μέσω της ΕΟΚ) που στήριζαν το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Κράτος.
Το ερώτημα που μένει για μας σήμερα, το οποίο είναι καίριο για μια τυχόν εκλογική νίκη της Αριστεράς στην Ελλάδα, είναι αν οι Σοσιαλδημοκράτες το έκαναν αυτό επειδή γελάστηκαν και «πρόδωσαν», ή επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά, αφού δεν ήθελαν- ή δεν μπορούσαν, όπως είχαν δομήσει την κοινωνία- να «πειράξουν» τον «τρόπο της παραγωγής». Και αυτό τη στιγμή που το διεθνές κεφάλαιο, μέσα από την δύναμη των νέων τεχνολογιών και της διαδικασίας της Παγκοσμιοποίησης τους πίεζε μέσω της απειλής της από-επένδυσης. Το πιο λογικό είναι το δεύτερο.
Συναπτή με την αποτυχία της Σοσιαλδημοκρατίας είναι και η αποτυχία εν τέλει του λεγόμενου«Ευρωκομμουνισμού». Εμφανίστηκε σε μία στιγμή που ήταν γνωστές πλέον οι αδυναμίες και τα «ξεστρατίσματα» του Ανατολικού μπλοκ , ενώ  η Δυτική κοινωνία βρισκόταν σε μία φάση ανάπτυξης, αύξησης του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού κεφαλαίου των εργαζομένων, τόσο που να μοιάζει ότι σε ορισμένα επίπεδα μπορεί να συμβεί και κάποιος "ιστορικός συμβιβασμός".  
Σήμερα, μετά από 3 σχεδόν δεκαετίες επιθετικότητας του Κεφαλαίου, ενάντια στις κατακτήσεις των εργαζομένων, όποιος δεν μπορεί να κατανοήσει το σχεδόν πολεμικό ταξικά υπόβαθρο των διακυβευμάτων της πολιτικής, δεν εκπροσωπεί  μια Δημοκρατική και δημιουργική Αριστερά, αλλά την μεταμφίεση της Δεξιάς.
Αλλά ας έρθουμε στον «υπαρκτό» λεγόμενο σοσιαλισμό. Το σύστημα αυτό έφτασε στο τέρμα, όχι γιατί την πρόδωσαν κάποια πρόσωπα ή κάποιες καταστάσεις, αλλά γιατί ήταν εντελώς πρωτόλεια και προδόθηκε από την ίδια την ανάπτυξη των κοινωνιών στις οποίες επιβλήθηκε και τις βοήθησε να αναπτυχθούν, διότι δεν είχε δυνατότητες συνεχούς προσαρμογής  και έπεσε αναίμακτα σαν  "ώριμο φρούτο"...
Σε αυτό τον κύκλο, παρά τις όποιες ιδεολογικές μετατοπίσεις, εντάσσεται και το παράδειγμα της Κίνας και άλλων σοσιαλιστικών κινημάτων του «Τρίτου» λεγόμενου κόσμου, ακόμα και το «Αραβικό», διότι ο πυρήνας της Πολιτικής και Οικονομικής Διοίκησης παρέμενε τελικά ο ίδιος με τον Σοβιετικό..
Όμως και η «Νέα Αριστερά», που ξεκίνησε από τα πανεπιστήμια της Βόρειας Αμερικής βρίσκεται σήμερα, εν μέσω της όξυνσης της Καπιταλιστικής Κρίσης σε υπαρκτικά ερωτήματα. Η Αριστερά αυτή δομήθηκε, παρά τις πολλές παραλλαγές της, στην ανάγκη υπέρβασης του Εργαζόμενου-Καταναλωτή στο πρόσωπο ενός Πολίτη που φτιάχνει Κοινότητες μέσα από την Αυτονομία του, γνωρίζει τα όρια της δράσης του μέσα στην Φύση και δεν ταυτίζει την Ευημερία του μόνο με την υλική ανάπτυξη. Υπήρχε πολλή κριτική για τα «νέα δεσμά» της Εργατικής Τάξης, ωστόσο τα «νέα δεσμά» ήταν  μέσα σε ένα περιβάλλον συνεχούς οικονομικής μεγέθυνσης, στην οποία και οι φτωχότερες τάξεις συμμετείχαν αν και όχι ισότιμα.  Σήμερα όμως βρίσκει έναν Δυτικό Κόσμο, που ακόμα και αυτός ο βιοπορισμός των πολλών δεν είναι εξασφαλισμένος.
Ενώ λοιπόν μια μέλλουσα «ανατροπή» θα συγκινούσε τους Δυτικούς Πολίτες, εάν είχε χαρακτηριστικά που προέβαλε η «Νέα Αριστερά», από την άλλη η αντίσταση για να ζήσει με μια σχετική αξιοπρέπεια αυτός ο Πολίτης επιβάλλει έναν νέο «πολεμικό σοσιαλισμό», όπου το «μαζικό» και το «μετωπικό» γίνονται ξαφνικά κυρίαρχα. «Μαζικό» και «μετωπικό» όμως δεν είχαν τα παραδείγματα της «Νέας Αριστεράς»…
Ίσως σημερινά παραδείγματα της Λατινικής Αμερικής να είναι πρόσφορα σε αυτό το σημείο, αλλά θα μπορέσει ένα πολιτικό κίνημα, με τις πολιτισμικές καταβολές της Δύσης να περάσει στην σύνθεση αυτών των δύο;  Σύμφυτο ερώτημα είναι πως ο Ευρωπαίος Εργαζόμενος- Πολίτης που είχε συνηθίσει να προασπίζεται τα δικαιώματά του μέσα στο πλαίσιο του «κοινωνικού κράτους», θα βρει τα «πατήματα», έτσι ώστε να «ανοίξει» το «κοινωνικό κράτος» στην νέα δια λεκτική που μόλις παρουσιάσαμε..
Κοντά σε όλες αυτές τις παραδόσεις είναι και όλα τα νέα κινήματα της «αντιπαγκοσμιοποίησης» που έχουν πολλά να πούνε, αλλά ουσιαστικά προϋποθέτουν τους «Βαρβάρους», το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και τις πολυεθνικές που πολεμάνε να περιορίσουν, εμείς όμως εδώ φτάσαμε να σχεδιάζουμε μια κοινωνία χωρίς «Βαρβάρους».

Μοιάζει με γρίφος όλο αυτό; Όχι. Γιατί το νέο «μανιφέστο» δεν θα βγει στο Κενό.

Υπάρχουν αξιώματα- χνάρια που όταν ακολουθηθούν με ειλικρίνεια θα οδηγήσουν με ασφάλεια σε νέους ελπιδοφόρους δρόμους.
Καταρχήν η ίδια η έννοια της Αριστεράς: Αριστερά σημαίνει ριζική αλλαγή των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών υπέρ των κοινωνικών ομάδων που αδικούνται.
Η Αριστερά από κει και πέρα λέμε να είναι ανανεωτική, να επιχειρεί υπερβάσεις.
Ανανεωτικός όμως είναι αυτός που θέτει ερωτήματα για τις ιδέες, πρακτικές κλπ με στόχο να ξεπεραστούν σκληρύνσεις, καθυστερήσεις, στερεοτυπικές συμπεριφορές που ο χρόνος συσσωρεύει πάνω του, έτσι ώστε να γίνει το ίδιο δυναμικό στοιχείο για την κίνηση της ιστορίας με αυτό που ήταν στην αρχή.
Ο ανανεωτικός δεν είναι αναθεωρητικός ως προς τους στόχους του. Δεν είναι υποχωρητικός, ίσα- ίσα είναι πολύ Ριζοσπαστικός. Σαν Ριζοσπαστικός  ζητά αλλαγές βαθιές. Η Ανανέωση είναι η βάση για τον Ριζοσπαστισμό. Αν η ανανέωση δεν στοχεύει με την «αναγόμωση» της κοινωνικής και πολιτικής δυναμικής να προκαλέσει τις πλέον ριζικές αλλαγές, τότε μπορεί απλά να είναι το πρόσχημα της αναθεώρησης αρχών για να διευκολυνθεί η οπισθοχώρηση.
Συχνά επικαλείται η Αριστερά την Ευελιξία. Σε μια μάχη υπάρχουν και τακτικές οπισθοχωρήσεις και ανακωχές. Η στρατηγική όμως δεν αλλάζει. Άρα το ζητούμενο (που πάντα είναι ιστορικά ζητούμενο σε όλα τα πολιτικά κινήματα) να ξεχωρίζεις την στρατηγική από την τακτική. Το θέμα είναι να έχει συμφωνηθεί η Στρατηγική, Όλη αυτή η κριτική αντιπαραβολή όλων των παραδόσεων της Αριστεράς κατατέθηκε για να σημειωθεί ότι η Στρατηγική δεν είναι δυνατόν να είναι απόηχος ούτε μίας εκ των παραδόσεων, ούτε και των τριών μαζί, αλλά ενός νέου όντος της οικογένειάς τους. Από το DNA τους βέβαια, αλλά με νέα γέννηση, όχι ένα τέκνο Φρανκενστάϊν..
Όλοι εμείς που μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ πολεμάμε τον «λειτουργικό θάνατο» της Πατρίδας μας και του Λαού της για αυτή την νέα γέννηση δουλεύουμε μέσα σε πρωτοφανείς συνθήκες πυκνότητας του ιστορικού χρόνου.
Σταθακιός Αλέξανδρος, Μέλος Ν.Ε. ΣΥΡΙΖΑ Σάμου
Δημοσιεύτηκε στο «ΣΑΜΙΑΚΟΝ ΒΗΜΑ» της 25/2/2013
Αναδημοσίευση SamosTimes



2.18.2013

Καπιταλιστική κρίση, εμπέδωση της εξάρτησης και διάλυση των Κέντρων Πρόληψης- Νίκος Λάϊος


Η απαλοιφή κάθε φαινομενικής ασυνέχειας, αφετηρία νέων αγώνων

 Κρίση, παρακμή και εξάρτηση


Απαντούμε με εντατικοποίηση των αγώνων μας για ποιοτικές δημόσιες δωρεάν υπηρεσίες Υγείας, δημιουργώντας συμμαχίες τόσο με τις τοπικές κοινότητες όσο και με εργαζόμενους άλλων χώρων, ως τμήμα μιας εναλλακτικής κοινωνικής πρότασης. Μιας πρότασης συνειδητοποίησης των όρων κοινωνικής και προσωπικής υποδούλωσης, με ταυτόχρονη ανάδειξη και συν-δημιουργία των όρων συλλογικής απελευθέρωσης των κοινωνικών υποκειμένων. Μιας πρότασης, στην οποία κανείς δεν «περισσεύει», στην οποία όλοι παραστεκόμαστε ο ένας στον άλλον: Τραβώντας την ανηφόρα της ζωής χωρίς τα ιλιγγιώδη μονοθέσια «ασανσέρ» που ‘χουν σαν τελικό σταθμό το «ατομικό», ιδιωτικό κενό.

 του Νίκου ΛΑΪΟΥ*
Βάζοντας στο κάδρο της εν εξελίξει όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης την ουσιοεξάρτηση, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι βιώνουμε τις κατεξοχήν συνθήκες της τελευταίας. Περισσότερο από ό,τι σε κάθε άλλη φάση, σήμερα το εύρος, η σοβαρότητα και η επιμονή των αιτίων και των συμπεριφορών της ουσιοεξάρτησης εντείνονται και καταλαμβάνουν θέσεις κεντρικές στο καθημερινό γίγνεσθαι. Ορισμένοι μόνο από τους παραγωγούς και πολλαπλασιαστές της εξάρτησης, που αξίζει να αναφέρουμε είναι η ελλιπής ή στρεβλή κοινωνικοποίηση (που περνά και από την ανεργία ή την πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου), η εξατομίκευση, η ιδιωτεία, η αποξένωση, τα βαθιά ψυχικά τραύματα. Οι παράγοντες αυτοί δημιουργούν εκρηκτικές συνθήκες στην καθημερινή «συνομιλία» τους με τη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, τη βίαιη φτωχοποίηση, τη διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών Παιδείας, Υγείας και όλων των υλικών και πολιτιστικών υποδομών της κοινωνίας (δηλαδή των μελών της στις μεταξύ τους σχέσεις).
Ετσι, ολοένα πιο αποφασιστικά η εξάρτηση αποκτά μια «σχετική αυτοτέλεια» ως κοινωνικό φαινόμενο, θέτοντας με τη σειρά της σε κίνηση ένα μεγάλο μέρος των επίσημων οικονομικών, νομικών, ιδεολογικών, θρησκευτικών κ.ά. θεσμών, με τρόπους λιγότερο ή περισσότερο εμφανείς, ωστόσο διαρκώς πιο εντατικοποιημένους. Χωρίς να ακυρώνουμε τη συμβολή πολλών παραγόντων στην κίνηση αυτή, δικαιούμαστε μια προσπάθεια συμπύκνωσης, ισχυριζόμενοι ότι στο ένα άκρο της κίνησης βρίσκεται η αλλοτρίωση (με τη μαρξική έννοια), στο άλλο ο κοινωνικός έλεγχος, σε συνθήκες όχι απλά κρίσης, αλλά βαθιάς και πολύπλευρης παρακμής. Συνεπώς, αφορά ολόκληρη την κοινωνία, καθώς – πρωτογενώς, αιτιακά, δυνάμει – εκτυλίσσεται στο πεδίο της καθημερινότητας όλων των πολιτών, ως σύνθετη και κοινωνικά διαβρωτική διαδικασία εν εξελίξει, κορφή της οποίας είναι η εξαρτητική συμπεριφορά - ακόμη και αν στην κορφή αυτή δεν «ανεβαίνουν» τελικά όλοι. Μια κίνηση τραγική, ας το θυμόμαστε, αφού εμπεριέχει ανθρώπινες ζωές, σώματα, αισθήματα, συνειδήσεις και – αυτό συνήθως ξεχνιέται μες στην επική θολούρα της αστικού Τύπου «ατομικότητας» - σχέσεις.
Πρόληψη: Η «αιχμή του δόρατος» που στράβωσε πριν βρει στόχο
Στο πλαίσιο αυτό, πιο επιτακτικά απ’ ό,τι σε άλλες φάσεις, προκειμένου να μιλάμε για προσπάθειες καλύτερης κατανόησης και σοβαρής αντιμετώπισης του φαινομένου χρειάζεται να αναζητηθούν τα αίτιά του μέσα στο κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον, όπου καλείται να ζήσει – και τις αντιξοότητές του να αντιμετωπίσει – καθένας και καθεμιά. Και στη συνέχεια να τροποποιήσουμε τα αίτια αυτά – όχι κάποιοι «ειδικοί», αλλά όλοι οι ζωντανοί άνθρωποι στις μεταξύ μας σχέσεις. Κατ’ εξοχήν εργασία πλαισιωμένη από μια τέτοια φιλοσοφία και στοχεύουσα σε τέτοια κατεύθυνση προσφέρουμε οι εργαζόμενοι στα Κέντρα Πρόληψης. Οι ουσιώδεις παρεμβάσεις μας ενημέρωσης (βραχείας διάρκειας) και εκπαίδευσης (μακράς διάρκειας) στη σχολική κοινότητα (μαθητές, εκπαιδευτικοί, γονείς), σε στρατώνες, σε εργασιακούς χώρους κ.λπ. συνιστούν μια ζωντανή – ακόμα – παρακαταθήκη, που μπορεί και πρέπει να στηρίξει και ολοκληρώσει κάθε άλλη δευτερογενή (θεραπεία) και τριτογενή (ένταξη, πρόληψη υποτροπής) παρέμβαση, εξοικονομώντας, παράλληλα, πόρους.
340655 (1)Γι’ αυτό και δεν αποτελούν έκπληξη η αδιαφορία, ο υποβιβασμός και η διαρκής απειλή διάλυσης των υπηρεσιών Πρωτογενούς Πρόληψης. Οι κυβερνήσεις, βέβαια, και οι συναρμόδιοι Φορείς (υπουργεία Εσωτερικών και Υγείας, ΚΕΔΕ, ΟΚΑΝΑ) διαχρονικά αναφέρονται στα Κέντρα Πρόληψης ως «αιχμή του δόρατος» των πολιτικών αντιμετώπισης της εξάρτησης, σπεύδοντας να αποσπάσουν τη συμβολική υπεραξία της δουλειάς μας. Την ίδια στιγμή, όμως, όλοι φροντίζουν (με πράξεις και παραλείψεις) να είναι οι δομές μας ο «τελευταίος τροχός της αμάξης», ξεχαρβαλωμένος από τις νεοσυντηρητικές, χυδαία οικονομίστικες και βιολογίστικες – σε τελική ανάλυση αντικοινωνικές – προσεγγίσεις του φαινομένου της εξάρτησης.
Με κάθε τρόπο έχει καταστεί ξεκάθαρη η πολιτική βούληση των συναρμόδιων Φορέων να μην προχωρήσουν σε βιώσιμη επίλυση του θεσμικού προβλήματος των Κέντρων Πρόληψης, διατηρώντας μετά πολλών επαίνων το καθεστώς ψυχορραγίας των υπηρεσιών μας. Μέσω της μη εξασφάλισης επαρκούς και σταθερής χρηματοδότησης, αφού διαιωνίζονται οι οφειλές του υπουργείου Εσωτερικών (22,1 εκ. ευρώ) και του ΟΚΑΝΑ (απροσδιόριστο ύψος λόγω της απουσίας ελέγχου εκ μέρους του υπουργείου Υγείας που δίνει χρήματα στον ΟΚΑΝΑ για να κατανεμηθούν στα Κέντρα Πρόληψης). Μέσω της μη εξασφάλισης ενιαίου συστήματος, στο οποίο θα εντάσσονται οι 71 δομές, αφού δεν υπάρχει καν ένας φορέας που εκπροσωπεί το σύνολο των Κέντρων Πρόληψης, αλλά 71 ξεχωριστές, μη συνδεδεμένες μεταξύ τους διοικήσεις, σε μια Βαβέλ «ταχυτήτων», διοικητικών αυθαιρεσιών, προνομιακών οικονομικών σχέσεων και άλλων «ευελιξιών». Μέσω της αποστέρησης πλήρων εργασιακών δικαιωμάτων για τους εργαζομένους, αλλά και της μη εξασφάλισης της αναγκαίας εποπτείας μας, όπως και της εκπαίδευσης και επανακατάρτισής μας σε συνθήκες ραγδαίων αλλαγών στην κοινωνία (λ.χ. «προφίλ του χρήστη» σήμερα κ.λπ.). Μέσω της άρνησης του δημόσιου χαρακτήρα και της ίδιας της ύπαρξης των δομών, με τη ρητή πρόβλεψη στο νέο Σχέδιο Νόμου «Περί Ναρκωτικών» για δυνατότητα λειτουργίας ιδιωτών στην Πρόληψη, σε συνδυασμό με την ένοχη «σιωπή» των συναρμόδιων στο αίτημά μας για ανανέωση της 5ετούς Προγραμματικής Σύμβασης για τη Λειτουργία των Κέντρων Πρόληψης, που λήγει φέτος. Αν η σύμβαση δεν ανανεωθεί για την πενταετία 2014 – 2018, τότε τινάζεται στον αέρα και αυτή η υποτυπώδης ρύθμιση και τήρηση μιας σειράς σημαντικών ζητημάτων σε επίπεδο θεσμικό, επιστημονικό, επιχειρησιακό και οικονομικό, με στόχο την αποσαφήνιση ρόλων των εμπλεκομένων φορέων, τη διευκόλυνση του έργου των δομών και τη συνολική ανάπτυξη του θεσμού.
Επείγουσα κοινωνική ανάγκη ένα πλατύ μέτωπο ενάντια στις εξαρτήσεις
Η σημερινή κρίση, σπέρνοντας αποσύνθεση σε ψυχικό και κοινωνικό πεδίο, οξύνει το πρόβλημα των εξαρτήσεων. Και θέτει με επιτακτικό τρόπο στη «χτυπημένη» κοινωνική πλειοψηφία το ζήτημα της αντιμετώπισής του ως όρο επιβίωσης. Δεν πρόκειται για λεκτική υπερβολή ή σκέτο ιδεολόγημα. Αν συμφωνούμε στη θέση πως οι κάθε λογής εξαρτήσεις συνιστούνσύμπτωμαπροσωπικών δυσκολιών, οι οποίες επενεργούν δυναμικά και αμφίδρομα με το ευρύτερο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτιστικό, αξιακό πεδίο: τότε η συλλογική διέξοδος από την εν εξελίξει καταστροφή υλικών και πνευματικών δυνάμεων εμπεριέχει τη συλλογική αντίσταση στην ουσιοεξάρτηση. Γιατί η ουσιοεξάρτηση είναι ταυτόχρονα ένα σκληρό αποτύπωμα της καταστροφής και μια γομολάστιχα που σβήνει – στιγμιαία έστω – το αποτύπωμα αυτό στις συνειδήσεις των πιο ευαίσθητων, των πιο ανήσυχων ανθρώπων.
Κάθε κεντρική διεκδίκηση των υποτελών τάξεων, ακριβώς στις σημερινές συνθήκες συμπίεσής τους σ’ έναν ανθρωπολογικό πολτό συγκολλημένο με τρόμο και απάθεια, περνά αναπόφευκτα και από το αίτημα για αποφασιστική αντιμετώπιση της ουσιοεξάρτησης.Σήμερα, ως μια απ’ τις ελάχιστες προϋποθέσεις περάσματος σε μια κοινωνία πιο δίκαιη και υγιή, προβάλλει η ενιαία, ισόρροπη και καλά σχεδιασμένη (κεντρικά και τοπικά) ανάπτυξη των τριών πυλώνων Αντιμετώπισης των Εξαρτήσεων: της Πρόληψης, της Θεραπείας και της Κοινωνικής Επανένταξης. Η μέχρι σήμερα πορεία των εξελίξεων έχει καταστήσει σαφές ότι η πολυδιάσπαση και ο στραγγαλισμός των υπηρεσιών Αντιμετώπισης των Εξαρτήσεων, επιβαρύνουν τους εξαρτημένους, τις οικογένειές τους, τους εργαζόμενους σε εξειδικευμένες δομές. Εξίσου επιβαρύνουν συνολικά την κοινωνία σε επίπεδο συνοχής και δημόσιας υγείας, αλλά και σε επίπεδο πόρων, που μέσω του κρατικού κορβανά παροχετεύονται σε πολύ πιο δαπανηρές και αναποτελεσματικές παρεμβάσεις καταστολής.
Πιο συγκεκριμένα, με τις κοινωνικές ανάγκες ολοένα εντεινόμενες, η θεσμική ενίσχυση όλων των δομών που προσφέρουν δωρεάν τις σημαντικές υπηρεσίες Πρωτογενούς Πρόληψης της χρήσης ουσιών είναι επιτακτική. Βασικό κορμό των δομών αυτών συναποτελούν τα 71 Κέντρα Πρόληψης της χώρας, που παρά την εσκεμμένη, μεθοδική υποβάθμισή τους, έχουν κατορθώσει να χτίσουν ένα πλουραλιστικό κοινωνικό δίκτυο υγείας «από τα κάτω», τόσο μεταξύ τους όσο και με τα μέλη των τοπικών κοινωνιών. Αντί να ενισχυθεί και διευρυνθεί αυτή η κοινωνική κατάκτηση, «τιμωρούμαστε» οι εργαζόμενοι, οι άνθρωποι που δουλεύουμε γι’ αυτήν, οι άνθρωποι που πιστεύουμε σ’ αυτήν. Τούτη η «τιμωρία» είναι σημείο των καιρών των μνημονίων – οχημάτων της κοινωνικής κατεδάφισης και της ιδεολογικής και βιολογικής διαχείρισής της, που περνά και από την ουσιοεξάρτηση. Το να μας ζητούν, όμως, οι λογής σκυθρωποί «τιμωροί», σαν να ‘ναι το πιο φυσικό πράγμα, να αποδεχτούμε την «τιμωρία» με επίκληση ακόμα χειρότερης, αποδεικνύει το αδιέξοδό τους, δηλαδή την αδυναμία τους μπρος στη δυναμική της χειραφέτησης.
Δε λαθεύουν! Απαντούμε με εντατικοποίηση των αγώνων μας για ποιοτικές δημόσιες δωρεάν υπηρεσίες Υγείας, δημιουργώντας συμμαχίες τόσο με τις τοπικές κοινότητες όσο και με εργαζόμενους άλλων χώρων, ως τμήμα μιας εναλλακτικής κοινωνικής πρότασης. Μιας πρότασης συνειδητοποίησης των όρων κοινωνικής και προσωπικής υποδούλωσης, με ταυτόχρονη ανάδειξη και συν-δημιουργία των όρων συλλογικής απελευθέρωσης των κοινωνικών υποκειμένων. Μιας πρότασης, στην οποία κανείς δεν «περισσεύει», στην οποία όλοι παραστεκόμαστε ο ένας στον άλλον: Τραβώντας την ανηφόρα της ζωής χωρίς τα ιλιγγιώδη μονοθέσια «ασανσέρ» που ‘χουν σαν τελικό σταθμό το «ατομικό», ιδιωτικό κενό.
*Νίκος ΛΑΪΟΣ
Κοινωνικός Ανθρωπολόγος, Γενικός Γραμματέας του Σωματείου των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης

2.08.2013

EΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ: Ο διάλογος μόλις άρχισε

 Mια δύσκολη σχέση που μπορεί να γίνει πιο ώριμη. Του Αλέξανδρου Σταθακιού


Από τον ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ


του Αλέξανδρου Σταθακιού*
 Το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Αριστεράς στην Ελλάδα, μάλλον ξεκινά να έχει πολιτικοκοινωνικό ενδιαφέρον με την δυναμική εμφάνιση του Κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, λίγο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, αφού πριν δεν είχαμε στην χώρα μας μαζικά Σοσιαλιστικά κόμματα, τέτοια που να αναγκάσουν  τον χώρο της Εκκλησίας , να ασχοληθεί ευδιάκριτα μαζί τους. Αν μπορεί κανείς να σταχυολογήσει κάποιες αναφορές, μάλλον θα πρέπει να τις συμπεριλάβει στην συνολικότερη αντίδραση ενός συμπαγούς τμήματος του εκκλησιαστικού χώρου απέναντι στις «νέες ιδέες».  Έτσι οι σχέσεις Εκκλησίας και Αριστεράς στην Ελλάδα ξεκινάν μέσα σε ένα δύσκολο, συγκρουσιακό πλαίσιο που διαμορφώνει αυτή και μόνο η πραγματικότητα των δύο χώρων: Από την μια έχουμε ένα Κομμουνιστικό κίνημα που «δεν ξεχνά» ότι η μαχητική αθεΐα είναι μία θεωρητική του αρχή. Από την άλλη μια Εκκλησία ταυτισμένη με το Κράτος που το κίνημα αυτό θέλει να ανατρέψει. Μια Εκκλησία που, ιδιαίτερα εκείνον τον καιρό, λίγο πριν- λίγο μετά από το τέλος της «Μεγάλης Ιδέας», δονείται από  τον αμφιλεγόμενο «εθναρχικό» της ρόλο και αντιδρά λυσσαλέα απέναντι σε όποιον θέλει να τον περιορίσει.  Επιπρόσθετα η πρακτική των Μπολσεβίκων απέναντι στην ομόδοξη Ρωσική Εκκλησία, θα ενισχύσει την επιθετικότητα των εκπροσώπων της Εκκλησίας. Φωνές σαν αυτή του Μπερδιάγεφ , που συνδέουν την μεταεπαναστατική κατάσταση της Ρωσικής Εκκλησίας με το πώς αυτή είχε τοποθετηθεί προεπαναστατικά απέναντι στο κοινωνικό πρόβλημα, θα ακουστούν δυστυχώς από μια μικρή μειοψηφία εντός της Ελλαδικής Εκκλησίας (π.χ. ο Ειρηναίος Σάμου).
Όταν κανείς μιλάει για Εκκλησία και Αριστερά, κάνει μια σύμβαση. Αναφέρεται στο «στελεχιακό δυναμικό» και των δύο χώρων που εκφέρει σχετικό δημόσιο λόγο.  Στην πραγματικότητα ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων που δημιούργησαν  τους εργατικούς, συνεταιριστικούς και άλλους αγώνες του μεσοπολέμου είχαν αναφορές στην Εκκλησία, ενώ ταυτόχρονα συνεργάστηκαν και υποστήριξαν στελέχη του «άθεου» ΚΚΕ.  Η «μεγάλη συνάντηση» θα λάβει χώρα στα πλαίσια της Εαμικής Εθνικής Αντίστασης.  Η συνάντηση αυτή από την πλευρά του Κομμουνιστικού Κόμματος, θα οδηγήσει και σε επίσημη «τροποποίηση της γραμμής» με το περίφημο άρθρο του Ζαχαριάδη στον Ριζοσπάστη της 9 .9. 1945 με τίτλο «Ορθοδοξία», που αναγνώριζε διαχρονικά «προοδευτικό ρόλο» σε ένα σημαντικό τμήμα της Εκκλησίας.  Από την άλλη τμήμα του κλήρου, ακόμη και επίσκοποι, που είχε στενές σχέσεις με το ΕΑΜ, υποστήριζε να λυθεί το κοινωνικό πρόβλημα της Ελλάδας με δυναμικό τρόπο.  Η σχέση αυτή που ξεκίνησε δύσκολα, φαινόταν να παίρνει έναν πιο λειτουργικό δρόμο.
Παρόλα αυτά το τραυματικότερο σημείο είναι αμέσως μετά: Το μεγαλύτερο μέρος αυτού που μπορεί να περιγραφεί ως ελλαδικός εκκλησιαστικός χώρος  χρησιμοποιήθηκε κατά τον εμφύλιο και κυρίως μετά ως ένα σημαντικό τμήμα  του μηχανισμού κρατικής προπαγάνδας. Βεβαίως εδώ πρωτοστάτησαν οι παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, αλλά και ένα μεγάλο τμήμα της επίσημης Εκκλησίας ουσιαστικά στην περίοδο αυτή είχε καταληφθεί από ανθρώπους αυτών των αντιλήψεων. Μάλιστα αντίθετες σε αυτή την κατάσταση φωνές εντός του εκκλησιαστικού χώρου διώκονταν συγκεκαλυμμένα, ή ορισμένες φορές και φανερά.
Κάποια πράγματα θα μείνουν ανεξίτηλα:  Για παράδειγμα οι «δηλώσεις μετανοίας» των εξόριστων και φυλακισμένων που συχνά διαβάζονταν από τον παππά του χωριού μετά την λειτουργία, ή ο ρόλος που είχαν -ή υποχρεώνονταν να έχουν- οι καθηγητές θρησκευτικών στα σχολεία.  Έχω την αίσθηση καταστάσεις από αυτή την εποχή, που λειτουργούν ακόμα και σήμερα  στο συλλογικό ασυνείδητο, δημιουργούν αμφίπλευρα δυσκολίες  σε μία ψύχραιμη σχέση Εκκλησίας και Αριστεράς: Από την μια ένα ευδιάκριτο τμήμα της Εκκλησίας που ζητά «μεγαλεία εντός του κράτους», αυτή την εποχή αποζητά. Όμως το κράτος έδινε την πρωτοκαθεδρία στην Εκκλησία σε κάποιους τομείς υστερόβουλα: Για να χρησιμοποιήσει την παραδοσιακή της επιρροή στην συγκρότηση και την συγκράτηση ενός αυταρχικού συστήματος «διαχείρισης» ανθρώπων.  Από την άλλη ένα τμήμα της Αριστεράς ταυτίζει σχεδόν όλον τον εκκλησιαστικό χώρο με την ανελευθερία και την «αντίδραση», περιμένοντας από κάθε άνθρωπο της Εκκλησίας να λειτουργεί όπως ο σκυθρωπός ιεροκήρυκας εκείνης της εποχής.
Η μεταπολίτευση βέβαια άλλαξε το σκηνικό σε αυτή την κατάσταση. Η ηρωική αντίσταση κάποιων ιερωμένων σαν τον παπα-Πυρουνάκη, οι επιρροές της θεολογίας της απελευθέρωσης που έρχονταν από την Ευρώπη και την Λατινική Αμερική, ως ένα σημείο και η προσπάθεια διάκρισης του Ορθόδοξου κοινοτικού πνεύματος σε σχέση με τον Παπικό εξουσιαστικό συγκεντρωτισμό από την μια, αλλά και την Προτεσταντική ηθική που κατά τον Μαξ Βέμπερ έχει σχέση με το «πνεύμα του Καπιταλισμού», δημιούργησαν βάσεις πλησιάσματος και διαλόγου. Ορόσημο αυτής της κατάστασης η συμμετοχή του κόμματος της «Χριστιανικής Δημοκρατίας», ενός κόμματος με έντονες αναφορές στην Εκκλησία και ουσιαστικά γέννημα αυτού του αμφιλεγόμενου μεταπολεμικού εκκλησιαστικού χώρου, σε ένα συνασπισμό κομμάτων υπό τον τίτλο «Συμμαχία της Αριστεράς» το 1977.
Επικεντρώνοντας αναγκαστικά στα πλαίσια αυτού του άρθρου θα λέγαμε ότι όλο αυτό το ιστορικό υλικό συνεχίζει να είναι παρών ως υπόστρωμα κάθε φορά που γεννιέται μια κατάσταση στις σχέσεις Εκκλησίας και Αριστεράς, αλλά σε ρεαλιστικό επίπεδο δυο είναι τα θέματα που πρέπει να συζητηθούν. Και βέβαια όχι ως ένα μεταξύ των δύο παιγνίδι που εκκρεμεί από καιρό, αλλά ως τμήμα του συνολικού διαλόγου της Εκκλησίας με την Κοινωνία.
Τα θέματα αυτά είναι ο χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος και η εκκλησιαστική περιουσία. Θέματα που με διάφορες αφορμές  βγαίνουν στην επιφάνεια, όπως για παράδειγμα με την ιστορία «των ταυτοτήτων», διότι, όπως και πάρα πολλά σημαντικά  ζητήματα δεν θέλησε να τα αντιμετωπίσει ουσιαστικά ο δικομματισμός της μεταπολίτευσης, πλην ίσως του Αντώνη Τρίτση, που δεν «πρόκανε»…
Και για τα δυο ζητήματα μπορεί να βρεθεί λύση με την επίδειξη «γενναιότητας» και από τις δυο πλευρές. Για το πρώτο θέμα, εφόσον μπορεί να συμφωνηθεί ένας αμοιβαία επωφελής χωρισμός. Η Εκκλησία μετατρέπεται σήμερα ολοένα και περισσότερο σε ένα «απολίθωμα» εντός του χώρου του Κράτους, ένας απλά ξεπερασμένος θεσμός τελετουργικής χρήσης, ενώ ο χωρισμός δυνητικά θα μπορούσε να θέσει τις βάσεις για μια αυτοδύναμη, αναπτυσσόμενη κοινότητα πιστών μέσα σε μια πολυτασική κοινωνία.  Από την άλλη η Αριστερά θα μπορούσε να δει το θέμα σε όλες του τις λεπτομέρειες και η πρόσφατη ομιλία του Δημήτρη Βίτσα στο συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά» που αναφέρθηκε στον παππά του χωριού του και τη σημασία του ρόλου του, είναι ένδειξη μια τέτοιας αντιμετώπισης.  Για το θέμα της  περιουσίας είναι αναγκαίο να κατανοήσουν όλοι στην Εκκλησία, ότι η Αριστερά δεν είναι δυνατό να συμβιβαστεί με μεγάλη περιουσία, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς όφελος των αδυνάτων και ιδιαίτερα όταν αυτή χρησιμοποιείται ως «κεφάλαιο» με τον τρόπο των καπιταλιστών.  Από την άλλη και η Αριστερά μπορεί να δεχτεί πως μια αυτοδύναμη και κοινωνικά προσανατολισμένη Εκκλησία έχει ανάγκη κάποια περιουσία για να χρηματοδοτήσει το κοινωνικό της έργο.
Κλείνοντας , Αριστερά και Εκκλησία θα μπορούσαν να βασίσουν την ώριμη σχέση μεταξύ τους και στις παρακάτω παραδοχές:
  • Η Εκκλησία είναι μια άλλου είδους συσσωμάτωση, διαφορετική από τις πολιτικές, που στους κόλπους της περιλαμβάνει Αριστερούς και Δεξιούς πιστούς, οι οποίοι μπορεί να διαφωνούν στα πολιτικά, αλλά λειτουργούν μεταξύ τους σε ένα άλλο επίπεδο με αξίες όπως αυτές της Αυτόπροσφοράς και της Καταλλαγής.
  • Εκκλησία και Αριστερά μπορεί σε κάποια σημεία να τέμνονται στα κοινωνικά ζητήματα, αλλά δεν είναι ανάγκη να ταυτιστούν.
  • Η Αριστερά, έχοντας πικρή πείρα από την χρησιμοποίηση της Εκκλησίας εναντίον της από τους πολιτικούς της αντιπάλους, δεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τον εκκλησιαστικό λόγο προπαγανδιστικά.
  • Η Ορθοδοξία έχει σημαντική πολιτιστική σχέση με την σύγχρονη Ελλάδα, αλλά Ελλάδα και Ορθοδοξία δεν είναι το ίδιο πράγμα.
  • «Θρησκευόμενοι» και» Άθεοι» είναι δυο σεβαστές καταστάσεις στην αγωνιώδη υπαρξιακή αναζήτηση του ανθρώπου.
  • Ο κάθε χώρος μπορεί να ασκεί γόνιμη κριτική στον άλλο. Η κριτική αυτή βοηθά στην διαρκή ανανέωση, που κανονικά είναι και για τους δυο χώρους ζητούμενη.

*Θεολόγος-Κοινωνιολόγος, Αντιπρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης, μέλος της Γραμματείας ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ Σάμου.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟΝ «ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ» της 2 Φλεβάρη 2013, σελ. 12-13 & 29

ΕΠΙΣΗΣ; ECOLEFT , ΕΦΕΔΡΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟSAMOSTIMES , ΒΑΘΥ ΠΡΑΣΙΝΟ , ΑΠΟΙΚΙΑ , ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ, ΕΥΠΑΛΙΝΟΣ