ΆΜΕΣΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΣΚΟΠΙΚΟΥ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΝΤΟΠΙΩΝ ΜΕΤΑΠΡΑΤΩΝ ΤΟΥ
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΑ ΚΕΝΤΡΑ ΠΡΟΛΗΨΗΣ
Η συγκέντρωση «αγανακτισμένων πολιτών» κάθε βράδυ στις πλατείες της Χώρας είναι ένα γεγονός που μπορεί να αξιολογηθεί θετικά, εφόσον θεωρηθεί απαρχή ευρύτερων κινητοποιήσεων ομάδων ανθρώπων οι όποιοι μέχρι τώρα δεν είχαν έντονη συμμετοχή στο πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι μέσω των «παραδοσιακών» τρόπων οργάνωσης. Στην αρχή αυτών των κινητοποιήσεων υπήρχαν αρκετά ερωτηματικά σε πολλούς από τους πολίτες που συμμετείχαν ενεργότερα στα κοινωνικά δρώμενα (π.χ. με την έντονη παρουσία τους στον συνδικαλισμό, στα κινήματα) .Αυτά τα ερωτηματικά τα προκαλούσε η «αλλεργία» πολλών διαδικτυακών κηρύκων αυτών των συγκεντρώσεων απέναντι στα πολιτικά κόμματα, αλλά και τα συνδικάτα.
Οι δυνάμεις του πολυεθνικού κεφαλαίου δίνουν λυσσαλέα την τελευταία τους μάχη έτσι, ώστε όσα μάζεψαν τα τελευταία χρόνια ληστεύοντας κάθε κοινωνική και παραγωγική ικμάδα σε κάθε γωνιά του πλανήτη, όχι μόνο να μη χαθούν, αλλά και να γίνουν πολλά περισσότερα!
Δυστυχώς η μικρή χώρα μας έχει γίνει ένα σημαντικό χαράκωμα σε αυτή τη μάχη.
Είναι αλήθεια ότι ζητείται η ενότητα και συστράτευση ευρύτερων δυνάμεων του κόσμου της Εργασίας όχι μόνο για κρατηθεί το χαράκωμα, αλλά για να γίνει έστω μια αποτελεσματική προέλαση. Απαιτείται λοιπόν ενότητα μπροστά στον κίνδυνο του αφανισμού. Όμως αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί εν αγνοία των κοινωνικών και ευρύτερα πολιτισμικών χαρακτηριστικών του κάθε εργαζόμενου, αλλά στη βάση της ανάδυσης των κοινών χαρακτηριστικών και διεκδικήσεων και της σχετικοποίησης όσων διαφορών δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία στον παρόντα χρόνο.
Υπάρχει μιαν Ελπίδα -διάχυτη και ακόμα ανέκφραστη- σε μεγάλα και πληττόμενα τμήματα του Λαού: «Η πίεση της Πλατείας» να οδηγήσει επιτέλους στην σύμπηξη ενός συμμετοχικού, δημοκρατικού, πρωτοποριακού και προπάντων αποτελεσματικού Μετώπου Αντίστασης απέναντι στις δυνάμεις του καιροσκοπικού πολυεθνικού κεφαλαίου και των ντόπιων μεταπρατών του. Η «Πλατεία» με τους «νέου τύπου» (καταχρηστικά ας τους πούμε έτσι) κοινωνικούς αγώνες στους οποίους συμμετέχουν και μεγάλες ομάδες πολιτών οι οποίες μέχρι τώρα φαίνεται να μην είχαν τόσο ενεργό ρόλο στις «παραδοσιακού τύπου» κινητοποιήσεις
Ας μην υποτιμηθεί όμως και ο κίνδυνος ανάδυσης λύσεων «μεσσιανικού, ολοκληρωτικού τύπου», όταν η αγανάκτηση δεν κατορθώσει να εκφραστεί μέσα από δημοκρατικού, πολιτικού τύπου συσσωματώσεις .
Αλήθεια γιατί τα συνδικάτα των Εργαζομένων δυσκολεύονται να παίξουν αυτόν τον ρόλο; Τουλάχιστον γιατί καθυστερούν σε σχέση με τις ανάγκες των καιρών;
Η πρώτη αιτία που θα σκεφτεί κανείς είναι ο «τυφλός» κομματισμός.
Είναι αδύνατο να ζητάμε από πολιτικώς δρώντα υποκείμενα σαν τους συνδικαλιστές να μην έχουν τοποθετηθεί απέναντι στα κυρίαρχα πολιτικά ρεύματα των καιρών και στα σχήματα με τα οποία τα ρεύματα αυτά εκφράζονται στην χώρα μας . Αυτό όμως απέχει πολύ από την εξυπηρέτηση της στενής κομματικής τακτικής, η οποία συχνά εμποδίζει την ανάδυση μιας πληθυντικής δυναμικής στη βάση μίνιμουμ συμφωνιών που στους χώρους δουλειάς είναι υπαρκτές. Πολύ περισσότερο μάλιστα που ο κομματισμός εκφράστηκε τα τελευταία χρόνια στον χώρο των συνδικαλιστικής παράταξης του ΠΑΣΟΚ (και της ΝΔ σε μικρότερο βαθμό), με την αυτόματη αλλαγή πόστων από αυτό του συντονισμού των εργατικών αγώνων σε αυτό της κυβέρνησης. Και πολύ χειρότερα ακόμα, όταν συνδικαλιστές κλήθηκαν να υπηρετήσουν ένα κυβερνητικό πρόγραμμα ριζικά αντίθετο από αυτό που φραστικά τουλάχιστον διεκδικούσαν από το προηγούμενο πόστο τους. Αυτή η υποκριτική τακτική αποκάρδιωσε πολλούς εργαζόμενους, διότι έβλεπαν ότι ακόμα μια φορά η δύναμη της συνάθροισής τους υφαρπάζεται από «μεσάζοντες» κυβερνήσεων που παίρνουν όλο και πιο βαθειά αντεργατικά μέτρα. Το χειρότερο, στο βαθμό που η «μεσιτεία» αυτή δεν αποκάρδιωσε, αλλοτρίωσε κάποιους εργαζόμενους, αφού άλλαξε τις προσδοκίες τους ...
Άλλες αιτίες είναι η «γραφειοκρατικοποίηση» και η «τιμαριοποίηση» του συνδικαλιστικού κινήματος.
Η ομοσπονδιακή μορφή του συνδικαλιστικού κινήματος της χώρας μας κανονικά θα έπρεπε να διασφαλίζει μια «αλυσίδα αλληλεπίδρασης» της ηγεσίας του κινήματος με τους χώρους δουλειάς με διττό στόχο και την έγκαιρη παρέμβαση για την προάσπιση των δικαίων καθενός εργαζόμενου, όποιον και αν έχει εργοδότη, αλλά και την διαρκή κινητικότητα του κινήματος. Την ευκινησία σε μια «διάταξη μάχης», όπως θα περίμενε κανείς να είναι το «πλάνο» των εργατικών αγώνων.
Αντί για αυτό, όπου οι (καλώς νοούμενες) θεσμικές διευκολύνσεις των συνδικαλιστών ήταν υπαρκτές, οι εκπρόσωποί τους συχνά λειτούργησαν ως μικροί «τοπάρχες», σαν τους κοτζαμπάσηδες της Τουρκοκρατίας ανάμεσα στους ραγιάδες και τους πασάδες, αγνοώντας ότι το διπλανό χωριό μέρα με την μέρα μετατρέπονταν σε «χώρο δουλεμπορίου»..
Έτσι αντί κάποιοι συνδικαλιστές να αξιοποιούν την όποια δική τους σχετική ασφάλεια για να ξεσηκώνουν τους «δούλους» των διπλανών χωριών, σκέπτονταν μόνο το δικό τους, μέχρι που η φωτιά ξέσπασε και κάθε χωριό σήμερα έχει γίνει σκλαβοπάζαρο... Δυστυχώς ξεχάστηκαν κάποιες ιστορικές εμπειρίες του εργατικού κινήματος από κάποιους εργαζόμενους και τους αντιπροσώπους τους.
«Λύκε μην φας εμένα, θα σου είναι κάπως δύσκολο, φάε τον διπλανό, που είναι πιο απροστάτευτος», είπαν και έτσι, έχουν ακόμα και σήμερα, μια κάποια επίδραση οι τακτικές «κοινωνικού αυτοματισμού».
Δεν γίνεται να παραγνωριστεί βέβαια το γενικότερο δομικό πρόβλημα στον σύγχρονο «εργασιακό χώρο» της Ευρώπης, λόγω της τεχνολογικής αλλαγής, της νόμιμης πλέον ασυδοσίας του κεφαλαίου και του «κοινωνικού ντάμπινγκ». Η σύνθετη κατάσταση αυτή αποδυνάμωσε τους «παραδοσιακούς τρόπους διεκδίκησης», αλλά και την κοινοτική αλληλέγγυα ταυτότητα που είχε αναπτυχθεί στο παρελθόν ανάμεσα σε εργαζόμενους «αορίστου χρόνου» και εξελισσόμενους μέσα στην ίδια εταιρεία (όλο και λιγότεροι τέτοιοι πλέον υπάρχουν), ή σε εργαζόμενους της ίδιας ειδικότητας (και αυτό πλέον γίνεται ρευστό). Αποτέλεσμα τα συνδικάτα «να τα χάσουν» Πανευρωπαϊκά.. Αυτή η αρνητική δυναμική συνάντησε στη χώρα μας την παραπάνω αναφερόμενη παθογένεια και έτσι ο συνδικαλισμός σχεδόν εξαφανίστηκε ως όπλο από την συνείδηση μεγάλων τμημάτων του κόσμου της Εργασίας.
Τα τελευταία χρόνια όμως, όταν η φτώχεια και η επισφάλεια άρχισαν να κατατρώγουν μεγάλες ομάδες εργαζομένων, άρχισε να αναπτύσσεται ένας δυναμικός συνδικαλισμός σε χώρους δουλειάς ανασφαλείς με μεγάλη εργοδοτική ασυδοσία. Από τους Πιτσαδόρους, τους Κούριερ, μέχρι τους χώρους του Βιβλίου- Χάρτου και σε κάποια πολυκαταστήματα. Εδώ δεν θα συναντήσουμε συνδικαλιστές – προβεβλημένα στελέχη κομμάτων, αλλά ανθρώπους που ο αγώνας τους συχνά έχει ως ρίσκο την απόλυσή τους.
Σε αυτά τα πλαίσια αναπτύχθηκε και ο Συνδικαλισμός στα Κέντρα Πρόληψης.
Οι Εργαζόμενοι στα Κέντρα Πρόληψης δεν νιώθουν εργασιακή επισφάλεια, λόγω της εργοδοτικής ασυδοσίας - αν και η κατάσταση σε ορισμένα από τα 71 ΚΠ δεν είναι και σε αυτό τον τομέα η καλύτερη- αλλά λόγω του τρόπου που έχει στηθεί ο εργασιακός τους χώρος. 71 Κέντρα Πρόληψης είναι Αστικές Μη Κερδοσκοπικές Εταιρείες τους Αστικού Κώδικα (η πιο χαλαρή μορφή Νομικού Προσώπου που θα μπορούσε να βρεθεί..)
• με κύριους εταίρους τους υπερχρεωμένους Δήμους και Περιφέρειες (πρώην Νομαρχίες), χωρίς κάποια «θεσμική πίεση» να καταβάλλουν τα ποσά που τους αναλογούν, αλλά και με την ευκολία να αποχωρήσουν από την Αστική Εταιρεία, όποια στιγμή θέλουν,
• χωρίς πάγια χρηματοδότηση από τον Κρατικό Προϋπολογισμό,
• αλλά στηριζόμενα για την χρηματοδότησή τους σε προγραμματικές συμβάσεις μεταξύ υπουργείων,οι οποίες από την μέρα που υπογράφτηκαν δεν εφαρμόστηκαν ποτέ κανονικά, αφού επί ΝΔ χρωστούσε το Υπουργείο Υγείας και επί ΠΑΣΟΚ το Υπουργείο Εσωτερικών. (π.χ. το 2010 δεν έλαβαν το 50% της χρηματοδότησης)
• με ένα επιστημονικό επόπτη τον ΟΚΑΝΑ, ο οποίος ασκεί και διοικητικά, οικονομικο-λογιστικά καθήκοντα που είναι ασαφή.
Οι Εργαζόμενοι από την πρώτη στιγμή έθεσαν ως στόχο να διαμορφωθεί ένας μόνιμος και δημόσιος χαρακτήρας για αυτή την συνεργασία ανάμεσα στον ΟΚΑΝΑ και στην Αυτοδιοίκηση(και άλλους μικρότερους φορείς των οποίων η οικονομική συμμετοχή είναι συχνά συμβολική). Αυτό θα εδραίωνε βέβαια και την εργασιακή τους ασφάλεια. Αλλά πριν από όλα είχε αποκτήσει και ένα συμβολικό νόημα: Δεν ήταν δυνατό ο συντονισμός όλης αυτής της προσπάθειας για την Πρόληψη, την οποία οι εργαζόμενοι στα Κ.Π. καλούνταν να εμφυσήσουν στις τοπικές κοινωνίες να είχε έναν προσωρινό και ασταθή χαρακτήρα. Δυσκολεύει τους εργαζόμενους καθαρά στο έργο τους !
Το σημειώνω αυτό γιατί οι «καλοθελητές», ακόμα και εντός των εργαζομένων προπαγανδίζουν ότι η εργασιακή ασφάλεια στους καιρούς του «Μνημονίου» δεν εξασφαλίζεται ακόμα και με τον Δημόσιο Χαρακτήρα!! Βεβαίως, όπως και οι πολιτικοί «μέντορες» τους, το θεωρούν μόνιμη κατάσταση, ενώ οι υπόλοιποι εργαζόμενοι το βλέπουν σαν κάτι που ο Λαός σύντομα θα ανατρέψει! Πάντως πέρα από όλα αυτά τα συγκυριακά, η διεκδίκηση του Δημόσιου Χαρακτήρα για την πλειοψηφία των Εργαζομένων των Κ.Π. έχει ένα ηθικό νόημα, το οποίο αρκετοί διαπλασμένοι στις προπαγανδιστικές τακτικές μιας ξεπερασμένης πολιτικής αντίληψης του κυβερνητικού συνδικαλισμού αδυνατούν να κατανοήσουν...
Οι Εργαζόμενοι στα Κέντρα Πρόληψης έδωσαν ένα μεγάλο αγώνα Ενωτικό. Είναι σχετικά λίγοι και οι πολιτικές προτιμήσεις των περισσοτέρων γνωστές. Η Ενότητά τους δεν βασίστηκε σε άγνοια της πραγματικότητας. Απλά άφησαν πρόσκαιρα τις επί μέρους διαφορές μπροστά στην ανάγκη προάσπισης της σοβαρότητας του έργου τους, το οποίο δεν αντιμετωπίζεται με την ίδια σοβαρότητα από την Πολιτεία. Στο ίδιο έργο πάντα έβαζαν το ενδιαφέρον για τα κοινωνικά προβλήματα που συνδέονται με τις Εξαρτήσεις.
Βεβαίως το Σωματείο ως ένα εργαλείο διεκδίκησης, πρώτα από όλα για την επιβίωση των μελών του, δεν μπορούσε να αγνοεί την καθημερινότητα:
Συχνά οι Εργαζόμενοι σε κάποια από τα Κέντρα έμεναν επί μήνες απλήρωτοι, αλλά αυτό που ήταν και είναι το χειρότερο είναι η αίσθηση ότι στο ταμείο υπάρχουν χρήματα μόνο για τον επόμενο μήνα και ότι, αν τα πράγματα συνεχίσουν έτσι, κινδυνεύει να διαλυθεί η αστική εταιρεία. (Τώρα βέβαια, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα, αφού οι Δήμοι και οι Περιφέρειες χρηματοδοτούνται με το σταγονόμετρο και οι απολύσεις είναι πολύ εύκολες με τα «μνημονικά μέτρα». Συχνά – πυκνά στο παρελθόν αυτό που κράτησε μια υπερχρεωμένη αστική εταιρεία Κ.Π. να μην διαλυθεί ήταν οι αποζημιώσεις που έπρεπε να καταβάλει στο μακράς υπηρεσίας προσωπικό της....)
Φροντίζοντας η «στρατηγική» να μην ταυτίζεται με την «τακτική» και τα «σωστικά μέτρα» με τον στόχο, το σωματείο έδωσε και «την μάχη της καθημερινότητας» για την πρόσκαιρη επιβίωση θεσμού και εργαζομένων. Ακόμα και οι δυο κεντρικές προγραμματικές ανάμεσα στα Υπουργεία και τους φορείς του Κράτους που υπογράφτηκαν και είναι οι μόνες που συνδέουν τα Κ.Π. με το Δημόσιο Λογιστικό ήταν αποτέλεσμα της πίεσης του Σωματείου.
Εδώ υπήρξε η πρώτη και συνεχίζει να υπάρχει μια διαφοροποίηση ενός κομματιού των Εργαζομένων. Αυτοί οι συνάδελφοι θεωρούν ότι ο αγώνας των εργαζόμενων δεν μπορεί να αλλάξει τα ευρύτερα πλαίσια άσκησης πολιτικής και συνεπώς το μόνο που μένει είναι με διάφορους τρόπους το Σωματείο ως καλός «τοπάρχης» να φροντίσει να βρεθεί μια μικρή χρηματοδότηση για να πληρωθούν οι μισθοί. Είναι λογικό, ότι αυτοί οι Εργαζόμενοι πλησιάζουν το Σωματείο όταν τους ζώνουν τα «φίδια» και να θεωρούν υπερβολικό ή και άσκοπο τον αγώνα με μακρά και πιο πολιτική προοπτική. Ωστόσο ξεχνούν ότι έτσι δημιουργείται το πολιτικό κεφάλαιο που θα χρησιμοποιηθεί ώστε να πιεστούν οι Κυβερνήσεις και να δώσουν το λιγότερο μια μικρή «χρηματοδότηση επιβίωσης»..
Αυτή η «υπερκομματική» συμπεριφορά υπήρχε διάχυτη, αλλά ανέκφραστη. Το ότι δεν φρόντισαν οι αντίπαλοι του συλλογικού αγώνα ως στάση ζωής να την συντονίσουν, να την διαπλάσσουν, να την μανουβράρουν για αρκετό καιρό είναι ευτύχημα. Ίσως γιατί το Σωματείο δεν είχε γίνει ακόμα απειλητικό, ή κάποιοι στις Κυβερνήσεις δεν το είχαν δει τόσο απειλητικό, όσο πράγματι μπορεί να γίνει όταν η συντριπτική πλειοψηφία των Εργαζομένων συντονίζεται και σε κάθε γωνιά της Ελλάδας δίνει τον αγώνα της.
Η νέα πραγματικότητα του «Μνημονίου» όμως αλλάζει το παιγνίδι. Για περάσει η βίαιη φτωχοποίηση των Εργαζομένων, πρέπει να διαλυθεί κάθε εστία συνδικαλιστικής αντίστασης. Ένα Σωματείο που θεωρείται ηθικό και άξιο συμμετοχής από τους Εργαζόμενους ενός χώρου, είναι κακό παράδειγμα -όσο μικρό κι αν είναι- όταν θέλουν να περάσουν την λεγόμενη «κοινωνική ειρήνη» ...
Πρέπει να φροντίσουν να το διαβάλουν, να πουν ότι είναι «κομματικοποιημένο»..... Και ξαφνικά ο συμβιβασμός γίνεται το αντίθετο της κομματικοποίησης. Να τι λένε για να κερδίσουν το πιο φοβισμένο τμήμα μιας μικρής κοινότητας εργαζομένων:
«Η «Νέα Τάξη» πραγμάτων δεν επιτρέπει τα μεγάλα όνειρα. Ο ρεαλισμός είναι να υποστείλουμε κάθε σημαία, κάθε συλλογικό όραμα της μικρής μας κοινότητας των Κέντρων Πρόληψης.
Πρέπει να προσέχουμε τι λέμε. Δεν είμαστε ώριμοι όταν διαπιστώνουμε κινδύνους που έχουν να κάνουν με την πραγματικότητα του Μνημονίου και το πώς αυτό εκφράζεται στον δικό μας μικρόκοσμο. Ας συμμετέχουμε τυπικά σε μια απεργία που κάνει η ΓΣΕΕ στην χάση και στην φέξη, αλλά να μην έχουμε έναν καθημερινό αγώνα, να μην κάνουμε αυτό δηλαδή που κάνει πλέον όλος ο κόσμος στις πλατείες της χώρας. Α, έτσι γινόμαστε απεχθείς για τους διοικούντες και δεν μας θέλουν να συνομιλήσουμε. Α, η Κυβέρνηση θα μας τιμωρήσει πρώτους και θα μας βάλει άμεσα στη «μέγγενη» των διαλυτικών της σχεδίων..
Πρέπει συνέχεια να αναγνωρίζουμε στην Κυβέρνηση και στη κάθε εξουσία τα ελάχιστα που έκανε και να «ζητάμε ευγενικά» τα πολλά που απομένουν. Να μην «κινδυνολογούμε», όταν μας ζώνει ο κίνδυνος! Να μη βλέπουμε τι γίνεται γύρω μας, (Κι όταν τους λες: «Δεν απαλλάσσεις το εμπρηστή του χωριού, που η φωτιά του απειλεί και το δικό σου σπίτι, επειδή πέρυσι τον κατάφερες να σου δώσει ένα πιάτο φαΐ», θεωρείσαι γραφικός... )
Εμείς είμαστε καλύτερα από τους άλλους, μας προσέχουν. Μην χάσουμε «την εύνοια»... (Την εύνοια που νόμιζε ότι είχε η ΠΑΣΚΕ ΔΕΗ, αλλά στο καιρό του «Μνημονίου», ακόμα και αυτοί πετάχτηκαν σαν άχρηστο εργαλείο διαχείρισης και μάλιστα -φταίχτες και μη- λοιδορούμενοι. Αυτό που κατάλαβε πλέον η ΠΑΣΚΕ ΟΤΑ και διαχώρισε την θέση της..)
Θεωρώ ότι αυτά λίγο- πολύ που αντιπαλεύει το Σωματείο μας έχει να αντιπαλέψει κάθε σωματείο.
Όλα αυτά που αναλύθηκαν και στην αρχή αυτού του κειμένου:
• Τον στείρο «κομματισμό» με την μορφή της «εξουσιομανίας», ο οποίος προκαταβολικά προβάλλεται στους άλλους, που αντιδρούν και αγωνίζονται για την προώθηση των πάγιων στόχων μιας κοινότητας εργαζομένων και την αποτροπή των αντεργατικών σχεδίων. Όχι !είναι «κομματικά κινούμενος», όποιος δείχνει κινδύνους και καλεί τους Εργαζομένους να αντιδράσουν ...
• Τον «διαμεσολαβητικό Κοτζαμπασισμό»: Το Σωματείο δεν είναι πρώτα από όλα μία «ασπίδα» προστασίας των εργαζομένων και ένας πολύμορφος «πολιορκητικός κριός» προώθησης των δικαίων τους, αλλά ένας θεσμός διαμεσολάβησης.
• Τα «γκαιμπελικά ζιζάνια» που ρίχνονται φόρα παρτίδα στην πιάτσα: «Τσακώνονται για το κομματικό συμφέρον.. Όλοι ίδιοι είναι..»
Πιστεύω ότι περισσότεροι συνάδελφοί μου είναι πολλά χρόνια «ψημένοι» στους αγώνες, ώστε «να μη πατήσουν (και αυτή) τη μπανάνα»!
Το σωματείο μας διεκδικεί επινοητικότητα, σύγχρονο λόγο, ευελιξία, φαντασία, συμμετοχικές διαδικασίες... Βέβαια!
Δεν είναι όμως μια συσσωμάτωση στο υπερπέραν. Επηρεάζει και Επηρεάζεται από την περικλείουσα αυτό Κοινωνία. Δεν γίνεται, ακόμα και να θέλαμε όλοι, να το αφήσουν ανεπηρέαστο οι «κοσμοϊστορικές» στιγμές που ζούμε στην Πατρίδα μας.. Αυτό που έχουμε μπροστά μας όμως δεν επιτρέπει την ομφαλοσκόπηση: Η καλόπιστη κριτική μας δυναμώνει, η προσπάθεια σκόπιμης αποδόμησης, όποιας δυναμικής έχουμε κατακτήσει ως Σώμα τα τελευταία χρόνια μας γεμίζει αγανάκτηση, αλλά μας δημιουργεί αντισώματα στα «διαλυτικά βακτήρια» της εξουσίας. Μαθαίνουμε εύκολα..
*Ο Αλέξανδρος Σταθακιός, τελεί επί 6 χρόνια μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης.